αζωήρευτος

αζωήρευτος
η , ο невесёлый, скучный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αζωήρευτος" в других словарях:

  • αζωήρευτος — η, ο [ζωηρεύω] ο μη ζωηρός, συγκρατημένος, μαζεμένος …   Dictionary of Greek

  • αζωήρευτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει ζωηρότητα: Το γλέντι ήταν αζωήρευτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αζωντάνευτος — η, ο [ζωντανεύω] 1. αυτός που δεν μπορεί να επανέλθει στη ζωή 2. ο δίχως ζωηρότητα ή ενεργητικότητα, αζωήρευτος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»